οπωροφαγία

οπωροφαγία
η обильное потребление фруктов; питание фруктами; фруктовая диета

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οπωροφαγία" в других словарях:

  • ὀπωροφαγίᾳ — ὀπωροφαγίᾱͅ , ὀπωροφαγία eating of fruit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπωροφαγία — η (Μ ὀπωροφαγία) [οπωροφαγώ] διατροφή με οπώρες, φρουτοφαγία …   Dictionary of Greek

  • ὀπωροφαγίας — ὀπωροφαγίᾱς , ὀπωροφαγία eating of fruit fem acc pl ὀπωροφαγίᾱς , ὀπωροφαγία eating of fruit fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • καρποφαγία — η το να τρώει κάποιος καρπούς, οπωροφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρποφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Χαρ. Βουλαλή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»